συντυλώ

συντυλώ
-όω, Α
καλύπτω εντελώς κάτι με κάλους, με περιγεγραμμένες υπερκερατώσεις τού δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + τυλῶ «σκληραίνω, τραχύνω» (< τύλος «κάλος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”